περίρρανσις

περίρρανσις
-άνσεως, ἡ, Α [περιρραίνω]
η πράξη τού περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιρράνσεις — περίρρανσις lustral besprinkling fem nom/voc pl (attic epic) περίρρανσις lustral besprinkling fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ՇՐՋԱՑԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0498 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 13c գ. περίρρανσις, περιρραντήριον, ια adspersio, adspergillum, vas aquarium. Շուրջ ցանումն, սրսկումն, լուացումն. եւ Գործի սրսկման. մշտիկ. սրսկարան. *Լոգանօք կամ լուացիւք, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • περιρράνσεων — περιρράνσεω̆ν , περίρρανσις lustral besprinkling fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”